Ιστορία
H Ορούντα, ένα από τα πιο όμορφα χωριά της επαρχίας Λευκωσίας, απέχει μόλις 36 χιλιόμετρα από την πόλη της Λευκωσίας. Είναι κτισμένη σε μια τοποθεσία με κλίση στα βόρεια και σε μέσο υψόμετρο 290 μέτρα. Το χωριό βρίσκεται στα ανατολικά του ποταμού Περιστερώνας, στην όχθη του παραπόταμου Σερράχη.
Είναι ένα χωριό με πλούσια ιστορία, με στοιχεία από το παρελθόν και το παρόν να συνυπάρχουν αρμονικά. Ας γνωρίσουμε, όμως, καλύτερα την όμορφη Ορούντα…
Το χωριό στο παρελθόν
Η Ορούντα αρχικά ήταν κτισμένη στην τοποθεσία «Λούκκα» που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του σημερινού χωριού, στις όχθες του ποταμού Σερράχη. Στις αρχές του 1ου αιώνα, το 17 μ.Χ. οι κάτοικοι μετοίκησαν από την τοποθεσία «Λούκκα» στη σημερινή τοποθεσία του χωριού. Οι κάτοικοι οδηγήθηκαν στην απόφαση να μετακινηθούν στη σημερινή τοποθεσία για να γλυτώσουν είτε από μια επιδημία είτε από τις συχνές πλημμύρες. Ειδικότερα, η περιοχή «Λούκκα» πλημμύριζε συχνά λόγω της εγγύτητας της με τον ποταμό αλλά και λόγω του ότι το έδαφος είχε πολλά κοιλώματα.
Ο πληθυσμός που μετακινήθηκε από την περιοχή «Λούκκα» στη σημερινή θέση του χωριού, φαίνεται πως επέλεξε με ιδιαίτερη προσοχή την τοποθεσία που θα έχτιζε το νέο οικισμό. Δεν είναι τυχαίο πως το χωριό χτίστηκε αμφιθεατρικά σε ένα λόφο, έτσι ώστε να προστατεύεται από τις πλημμύρες αλλά και για να «αγναντεύει» την όμορφη θέα.
Για την Ορούντα των μεσαιωνικών χρόνων, δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Σύμφωνα με τον Μας Λατρί, κατά τα χρόνια της φραγκοκρατίας, ήταν βασιλικό κτήμα και υπαγόταν διοικητικά στην περιοχή της Μόρφου». Αξίζει να σημειωθεί πως ο Μας Λατρί αναφέρεται στο χωριό με το όνομα Orondes. Γενικά, το χωριό δεν είναι σημειωμένο με τη σημερινή ονομασία του σε παλαιούς χάρτες.
Ονομασία
Η ονομασία του χωριού αρχικά ήταν διαφορετική από τη σημερινή. Το όνομα του χωριού προήλθε από κάποιες παλαιότερες ονομασίες και συγκεκριμένα από:
- την ονομασία «Νερούντα» που συνδέεται με την αφθονία και την καθαρότητα των νερών που υπήρχαν στο χωριό
- το όνομα «Οροβούντα» που μαρτυρεί την ενασχόληση των κατοίκων με την εκτεταμένη καλλιέργεια του ροδιού ή διαφορετικά «ροβιού», η οποία διαδόθηκε στο χωριό από κάποιους που μετοίκησαν από την Πάφο στο χωριό μας. Αξίζει να αναφερθεί πως το 1904, η Ορούντα, όπως διασώζει η Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, πλήρωσε το φόρο της δεκάτης δίνοντας 105 κιλά ρόβι. Επιρόσθετα, το ρόβι αποτελούσε και τη βασική τροφή των ζώων.
- το όνομα Οροούντα που εμπεριέχει τη λέξη όρος και σχετίζεται με την τοποθεσία που είναι κτισμένο το χωριό. Αξίζει να σημειωθεί πως το σημερινό όνομα του χωριού θεωρείται πιο πιθανό να προήλθε από τη συγκεκριμένη ονομασία, αφού, όπως εξηγείται στο βιβλίο « Η Ορούντα», από το χωριό «αρχίζουν οι λόφοι που καταλήγουν στην οροσειρά της Μαδαρής».
Πληθυσμός
Ο πληθυσμός της Ορούντας τα τελευταία χρόνια ανέρχεται σε 800 περίπου κατοίκους. Μέχρι το 1963, όταν έγιναν οι δικοινοτικές ταραχές, στην Ορούντα ζούσαν και Τορκοκύπριοι. Συγκεκριμένα, από τον πληθυσμό που παρουσιάζεται στον πιο κάτω πίνακα, το 1931, οι Τουρκοκύπριοι ήταν 64, το 1946 ήταν 52 ενώ το 1960, ήταν 39. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, πολλοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Ορούντα και έτσι δημιουργήθηκε ο συνοικισμός αυτοστέγασης. Πιο κάτω παρουσιάζεται η πληθυσμιακή πορεία της Ορούντας, η οποία χαρακτηρίζεται από πολλές αυξομειώσεις.
Χρονολογία | Πληθυσμός | Χρονολογία | Πληθυσμός |
1881 | 389 | 1946 | 554 |
1891 | 433 | 1960 | 640 |
1901 | 489 | 1973 | 607 |
1911 | 547 | 1976 | 803 |
1921 | 577 | 1982 | 789 |
1931 | 562 | 2001 | 658 |
Φυσικό Περιβάλλον
Στο παρελθόν, η Ορούντα ήταν πνιγμένη στο πράσινο και περιτριγυρισμένη από ένα καταπράσινο δάσος. Δυστυχώς, όμως, το δάσος οδηγήθηκε σε αποψίλωση επειδή οι κάτοικοι αναγκάζονταν να κόβουν τα δέντρα για να κατασκευάζουν κάρβουνα για να ανάβουν τα καμίνια.
Στις μέρες μας υπάρχουν κυρίως καλλιέργειες με εσπεριδοειδή, όπως λεμονιές, πορτοκαλιές και γκρέιπφρουτ, λαχανικά, κυρίως πατάτες, αμυγδαλιές, σιτηρά, χαρουπιές, και όσπρια. Τα παλιά χρόνια, υπήρχαν και καλλιέργειες με λινάρι, «αρτυσιά» και γλυκάνισο. Επίσης, στην κοιλάδα της Περιστερώνας υπάρχουν πολλές ελιές κάποιες από τις οποίες στέκονται σαν άγρυπνοι φύλακες εδώ και πολλά χρόνια, ίσως και από την εποχή της φραγκοκρατίας.
Ασχολίες
Οι κάτοικοι της Ορούντας από πολύ παλιά ασχολούνται με τη γεωργία και κυρίως την κτηνοτροφία. Είναι αρκετοί μάλιστα οι χωριανοί ασχολούνται με την εκτροφή χοίρων. Δεν τυχαίο άλλωστε πως η Ορούντα αποτελεί το πρώτο χωριό σε όλο το νησί στην παραγωγή χοιρινού κρέατος. Επίσης, στην Ορούντα παρασκευάζονται διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως γιαούρτι, χαλούμι και αναρή. Τέλος, όπως μαρτυρούν οι δυο νερόμυλοι στις όχθες του ποταμού της Περιστερώνας, στο παρελθόν επιβίωσε ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα του τόπου μας, αυτό του μυλωνά.
Εκκλησίες
Στην Ορούντα υπάρχουν μια εκκλησία αφιερωμένη στον Απόστολο Λουκά και ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Περισσότερα:Εκκλησίες
Πηγές:
«Η Ορούντα», 1993
Καρούζης, Περιδιαβάζοντας την Κύπρο, Λευκωσία, Πόλη και Επαρχία, Λευκωσία 2002
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 11
Η παλιά Ορούντα
Η Ορούντα υπολογίζεται ότι έχει χτισθεί γύρο στο 17ο μ.Χ. αιώνα. Οι πρώτοι κάτοικοι της πιστεύεται ότι είχαν μετακινηθεί από την τοποθεσία «Λούκκα», που βρίσκεται 500 μέτρα δυτικά από το σημερινό χωριό.
Ανάμεσα στους πρώτους οικιστές της Ορούντας πρέπει να υπήρχαν άνθρωποι προοδευτικοί και αυτό το καταλαβαίνει κανείς από τη άψογη ρυμοτομία, τους πλατιούς δρόμους, την τοποθεσία που είναι κτισμένο το χωριό. Η τοποθεσία είναι ελαφρά αμφιθεατρική, προσφέρει θεαματικότητα και εμποδίζει τα νερά της βροχής να λιμνάζουν.
Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας κατοικούσαν στην Ορούντα, όπως και σε πολλά άλλα χωριά και Τούρκοι. Οι Τούρκοι της Ορούντας ανέρχονταν γύρω στις 37 οικογένειες και είχαν δικό τους σχολείο , τζαμί και νεκροταφείο.
Οι Έλληνες είχαν δικό τους κοινοτάρχη και οι Τούρκοι δικό τους. Ο κάθε κοινοτάρχης αποφάσιζε για τα προβλήματα που αφορούσαν τη δική του Κοινότητα.
Έλληνες και Τούρκοι ζούσαν μαζί, μέχρι το 1963, που άρχισαν οι γνωστές διακοινοτικές ταραχές. Ένεκα τούτου οι Τούρκοι κάτοικοι της Ορούντας εγκατέλειψαν το χωριό μας όπως και τα άλλα μικτά χωριά της Κύπρου.
Πηγή:
Κοινοτικό Συμβούλιο Ορούντας
Η Ορούντα το 1900
Όλοι ξέρουμε ότι κατά τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μεγάλη ανάπτυξη, τόσο στην τεχνολογία, όσο και στον πολιτισμό. Οι άνθρωποι συνεχώς προοδεύουν, πετυχαίνουν και αποκαλύπτουν νέα πράγματα. Όπως είναι φυσικό, αυτή η ανάπτυξη μας έχει επηρεάσει όλους, ακόμα και τις πιο μικρές κοινότητες.
Η ζωή στο χωριό μας το 1900 ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν πολύ πιο στενές και ειλικρινείς, ο καθένας νοιαζόταν για το συνάνθρωπό του.
Δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα ψυχαγωγίας (τηλεόραση, βίντεο, ράδιο) και οι άνθρωποι επιζητούσαν τη συντροφιά των συνανθρώπων τους, για να ξεφύγουν από τις έγνοιες της καθημερινής ζωής.
Μια άλλη διαφορά του χθες από το σήμερα ήταν η έλλειψη του ηλεκτρικού και του πόσιμου νερού στα σπίτια. Τα σπίτια φωτίζονταν από τη λάμπα του πετρελαίου και έλειπαν από τη νοικοκυρά όλες αυτές οι ηλεκτρικές συσκευές που έχουμε σήμερα, που τη βοηθούν και την ανακουφίζουν. Επίσης όσοι δρόμοι υπήρχαν δεν φωτίζονταν από λάμπες.
Δεν υπήρχαν δρόμοι ασφαλτωμένοι και μερικοί που υπήρχαν ήταν χωματένιοι. Πολλές φορές το χειμώνα από τις βροχές γίνονταν αδιάβατοι. Επίσης η έλλειψη φωτισμού δυσκόλευε τον κόσμο στις νυκτερινές μετακινήσεις γι’ αυτό και οι περισσότεροι άνθρωποι απέφευγαν να μετακινηθούν τη νύκτα αν δεν υπήρχε μεγάλη ανάγκη.
Η κάθε οικογένεια ήταν αναγκασμένη να προμηθεύεται νερό από το λάκκο που είχε στην αυλή ή από τη βρύση της γειτονιάς.(Σε κάθε γειτονιά υπήρχε βρύση πέτρινη και οι νοικοκυρές γέμιζαν τις στάμνες τους και κουβαλούσαν το νερό στο σπίτι).
Μια άλλη σημαντική διαφορά ήταν ότι δεν υπήρχαν μπακάλικα με είδη διατροφής και η κάθε οικογένεια έπρεπε να είναι αυτάρκης σε τρόφιμα που παρήγε η ίδια για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες της, ιδίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Για τη διατροφή τους χρησιμοποιούσαν κυρίως όσπρια, σούπες που είναι θερμαντικές και κυρίως κρέατα δικής τους παραγωγής.
Τα σπίτια ήταν χτισμένα με απλό τρόπο και αποτελούνταν από ένα ή δύο δωμάτια που χρησιμοποιούνταν για όλες τις δουλειές.
Ο κόσμος της εποχής εκείνης ήταν αναγκασμένος να υφαίνει μόνος του υφάσματα και να ράβει τα ρούχα του. Δεν υπήρχαν καταστήματα με ρούχα και η νοικοκυρά ήταν αναγκασμένη να υφαίνει στον αργαλειό τα σεντόνια, τις κουβέρτες και τα ρούχα της οικογένειας της.
Η ζωή ήταν δύσκολη και κουραστική, γι΄ αυτό έπρεπε όλοι να βοηθούν. Μικροί μεγάλοι συμμετείχαν και συνεισφέρανε όσο μπορούσαν, ακόμα και τα μικρά παιδιά.
Σχολεία υποχρεωτικής φοίτησης δεν υπήρχαν και τα παιδιά πήγαιναν σχολείο όταν δεν τα χρειάζονταν οι γονείς στα χωράφια, είτε για να επιβλέπουν τα μικρότερα παιδιά της οικογένειας. Αναγκάζονταν τα παιδιά να ωριμάσουν και να αναλάβουν ευθύνες πριν από την ώρα τους.
Πιο δύσκολη ήταν η ζωή των κοριτσιών και της γυναίκας. Τα μικρά κορίτσια ήταν υποχρεωμένα να βοηθούν στο σπίτι, στο χωράφι, στο μεγάλωμα των αδελφιών τους και πολλές φορές δεν πήγαιναν καθόλου σχολείο. Προορισμός της γυναίκας ήταν να δημιουργήσει νωρίς οικογένεια, γι’ αυτό και πάντρευαν νωρίς τα κορίτσια.
Είναι πολλές διαφορές που μπορεί να απαριθμήσει κάποιος, αλλά πιο βασικές είναι αυτές που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ένα όμως είναι σημαντικό, ότι εκτός από τις αλλαγές που έγιναν στον υλικό τομέα, άλλες τόσες, ίσως και περισσότερες, πραγματοποιήθηκαν στο χαρακτήρα και στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων.
Οι άνθρωποι αποξενώθηκαν από τους συνανθρώπους τους και μοναδικό τους μέλημα είναι η απόκτηση περισσότερων υλικών και καταναλωτικών αγαθών, επακόλουθο και αυτό της μεγάλης τεχνολογικής ανάπτυξης.
Πολλοί είναι αυτοί που νοσταλγούν την απλή ζωή των χρόνων εκείνων, που έφερνε τους ανθρώπους πιο κοντά.
Πηγή:
Κοινοτικό Συμβούλιο Ορούντας
Μορφές Αγώνα
«Ξεφυλλίζοντας» κανείς τις σελίδες της ιστορίας της Ορούντας, μαθαίνει τη συμμετοχή των κατοίκων της στους Βαλκανικούς Πολέμους, στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον Εθνικό Απελευθερωτικό Αγώνα, στις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64 και στον πόλεμο κατά του τούρκου εισβολέα, το καλοκαίρι του 1974. Ας γνωρίσουμε τους αγώνες της Ορούντας, μέσα από αναφορές σε πρόσωπα και σε γεγονότα που σημάδεψαν τον κάθε αγώνα.
Συμμετοχή στους Βαλκανικούς Πολέμους
Ο συγχωριανός μας, Ξ. Χασάπης, πολέμησε ως εθελοντής στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 καθώς και στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Τραυματίστηκε στα στενά της Κρέσνας από θραύσματα οβίδας. Ο Ξ. Χασάπης με δυο άλλους συμπολεμιστές του, τιμήθηκαν για την προσφορά τους το 1931 σε εκδήλωση στο Στρόβολο.
Το 1912-13, πραγματοποιήθηκαν εθνικοί έρανοι για τους Βαλκανικούς Πολέμους και στάλθηκαν απευθείας στην Αθήνα, σύμφωνα με αρχεία της εποχής.
Συμμετοχή στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος , οι Άγγλοι στρατολόγησαν άτομα από τις αποικίες τους, ανάμεσά τους και χιλιάδες Κύπριοι από τους οποίους οι συγχωριανοί μας, Μιχαήλ Κολάς, Κυριάκος Κουρέλιας και Αντρέας Φραγκουλίδης.
Συμμετοχή στον Εθνικό Απελευθερωτικό Αγώνα (1955-59)
Κατά τη διάρκεια του αγώνα 1955-59, πολλοί χωριανοί μας αγωνίστηκαν για την ελευθερία της πατρίδας. Η συμμετοχή ήταν καθολική και ο κάθε συγχωριανός με το δικό του τρόπο έβαλε το λιθαράκι του για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού.
Οι Άγγλοι συνέλαβαν το Νίκο Ζώνια, τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν. Τον κράτησαν για 3 μέρες στην Πόρτα της Κερύνειας, για 40 μέρες στα κρατητήρια της Πύλας και για 5 μήνες στις φυλακές της Κοκκινοτριμιθιάς.
Δικοινοτικές Ταραχές (1963-64)
Αρκετοί συγχωριανοί μας, έλαβαν μέρος στις μάχες που σημειώθηκαν κατά τις δικοινοτικές ταραχές και κυρίως σε αυτές της Ομορφίτας. Δυο συγχωριανοί μας, ο Αντρέας Κ. Κωμοδρόμος και ο Φίλιππος Παναγιώτου, τραυματίστηκαν σοβαρά στη μάχη της Μασούρας και σ’ αυτή της Ομορφίτας.
Οι τουρκοκύπριοι συγχωριανοί μας έφυγαν στις 29 Ιανουαρίου του 1964 και πήγαν στην Περιστερώνα, με σκοπό να κάνουν θύλακα και να ενωθούν με τη Λεύκα και την Ελιά. Απέτυχαν, όμως, και έτσι έφυγαν όλοι για το Κιόνελι και το Μιτζέλι.
Τουρκική εισβολή (1974)
Το 1974, αρκετοί συγχωριανοί μας πολέμησαν κατά των τούρκων εισβολέων. Πολλοί απ’ αυτούς τραυματίστηκαν, ενώ άλλοι μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στην Τουρκία, από τους οποίους, δυστυχώς τρεις μπήκαν στο μακρύ κατάλογο των αγνοουμένων.
Κύπρος Γιαννή και Κώστας Παπασιάντης: Υπηρέτησαν στο 251 Τ.Π. στη Γλυκιώτισσα, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα από το «Πέντε- Μίλι» στην Κερύνεια. Συνελήφθηκαν στην Κερύνεια και έμειναν αιχμάλωτοι για 15 μέρες. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκαν με τουρκικά πλοία στις φυλακές των Αδάνων, όπου φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν. Μετά τη δεύτερη τουρκική εισβολή, μεταφέρθηκαν στην Αμάσεια για ενάμισι μήνα. Στις 28 Οκτωβρίου 1974, παραδόθηκαν από τους Τούρκους στις Κυπριακές Αρχές.
Νίκος Νικολάου: Υπηρέτησε στο 286 Τ.Π. Στις 29 Ιουλίου, το τάγμα στο οποίο ανήκε, κατευθύνθηκε στον Καραβά όπου ενεπλάκησαν σε σκληρές μάχες. Αργότερα, μετακινήθηκε στη Λάπηθο, όπου στις 7 Αυγούστου έλαβαν μέρος σε άλλη μια σκληρή μάχη με τους Τούρκους. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια διαφυγής, επέστρεψαν στη Λάπηθο. Εκεί, τους φιλοξένησε μια γριά, η κυρά Ευφροσύνη. Δίπλα από το σπίτι της γριάς υπήρχε μια σπηλιά, στην οποία κρύφτηκαν μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου. Οι Τούρκοι τους έψαχναν από σπίτι σε σπίτι, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η κρυψώνα αποκαλύφθηκε, όταν οι Τούρκοι συνέλαβαν κάποιο στρατιώτη και τον ανάγκασαν να την αποκαλύψει. Στη συνέχεια, οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Τότε, οι Τούρκοι πυροβόλησαν το Νίκο και δυο άλλους στρατιώτες, τους οποίος κράτησαν τραυματίες στο Σεράι για 16 μέρες. Στις 21 Σεπτεμβρίου, στην πρώτη ανταλλαγή αιχμαλώτων αφέθηκε ελεύθερος.
Μιχάλης Ιωάννου Κωμοδρόμος: Ήταν λοχίας και απολύθηκε από το στρατό το 1974. Αφού κατετάγη έφεδρος, ενώθηκε με το 281 Τ.Π. στη Βασίλεια. Έμεινε για πέντε μέρες στον Πενταδάκτυλο. Στις 30 Ιουλίου τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό χέρι καθώς συμμετείχε σε μια μάχη στη Λάπηθο. Τότε, οδηγήθηκε για τις πρώρες βοήθειες στη Μύρτου, ενώ αργότερα, μεταφέρθηκε σε κλινική στη Μόρφου. Απολύθηκε από τον στρατό τον Ιανουάριο του 1975.
Αγνοούμενοι τουρκικής εισβολής (1974)
Γεώργιος Μελιφρονίδης: Γεννήθηκε το Μάη του 1955. Ήταν δόκιμος και υπηρετούσε στο Πέλλα Πάις. Βρισκόταν στην Ελλάδα και επέστρεψε στην Κύπρο λίγες μέρες πριν το πόλεμο. Πολέμησε στην περιοχή του Αγίου Ιλαρίωνα. Οι σύντροφοι του τον είδαν για τελευταία φορά στις 22.7. 1974, όταν έφευγε για να μεταφέρει κάποιο φίλο του στο γιατρό. Όταν χάθηκε ήταν 19 χρονών.
Κώστας Ανδρέου (Κόκκα): Γεννήθηκε το 1953. Υπηρετούσε στα τεθωρακισμένα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εισβολής, κατετάγη στην Κοκκινοτριμιθιά. Υπηρετούσε σε φυλάκιο στην Ομορφίτα με άλλους τρεις στρατιώτες, αλλά δυστυχώς και οι τέσσερις τους τραυματίστηκαν σοβαρά, από τους οποίους οι δυο θανάσιμα. Σύμφωνα με άλλους στρατιώτες, οι τραυματίες στην προσπάθεια τους να γλυτώσουν. αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή, Την ίδια στιγμή, οι Τούρκοι εισέβαλλαν στην Ομορφίτα.
Πασιάς Στέλιος: Γεννήθηκε το 1945. Ήταν έφεδρος στρατιώτης κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής. Συνελήφθη στις 15/8/1974 στο Παλαίκυθρο. Μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αμάσειας και από τότε αγνοείται η τύχη του.
Πηγή:
Κείμενα Κοινοτικού Συμβουλίου Ορούντας
Λαϊκή Αρχιτεκτονική
Έργα
Παραδόσεις
Καλύτερα παπάς φονιάς παρά παπάς σκοτωμένος
Η ιστορία αυτή διαδραματίστηκε στην Ορούντα τα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου οι Τούρκοι κατακτητές φορολογούσαν πολύ αυστηρά τους υπόδουλους αναγκάζοντας τους να φυτοζωούν.
Πρωταγωνιστής της ιστορίας αυτής ήταν ο παπά-Μιχάλης, ο οποίος αναγκαζόταν να κάνει πολλές δουλειές, ταυτόχρονα με το ιερατικό του έργο, μια και η ζωή ήταν ακριβή και οι Τούρκοι απομυζούσαν τα εισοδήματα των υπόδουλων.
Μια από τις δουλειές που έκανε ήταν και η δουλειά του αγωγιάτη. Με δυο γαϊδούρια δηλαδή, πήγαινε καθημερινά από την Ορούντα στη Λευκωσία και κουβαλούσε εμπορεύματα. Το εμπόρευμα που κουβαλούσε την εποχή αυτή ήταν πίσσα. Η πίσσα είχε αρκετή ζήτηση και έρχονταν αρκετές παραγγελίες από τη Λάρνακα.
Μια μέρα λοιπόν που επέστρεφε ο παπάς από την Λευκωσία και σταμάτησε σε κάποιο χάνι να φάει και να ξεκουραστεί, τον πλησίασε ένας Τούρκος- οπλισμένος- με την χανούμισσα του και του είπε ότι θέλει τα γαϊδούρια του για να τους μεταφέρουν στην Κερύνεια. Ο παπάς τότε φοβήθηκε ότι δεν θα ξανάβλεπε τα ζώα του, για αυτό προθυμοποιήθηκε να συνοδέψει τους Τούρκους στην Κερύνεια.
Μπροστά πήγαιναν τα γαϊδούρια με τους Τούρκους καβάλα και πίσω ακολουθούσε ο παπάς καταϊδρωμένος και αγανακτισμένος για την κατάντια των Κυπρίων, που ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν τους Τούρκους.
Ο φτωχός παπάς προσευχόταν από μέσα του, όταν ξαφνικά άκουσε μια δυνατή φωνή. Το γαϊδούρι που ήταν πάνω η χανούμισσα έχασε τα βήματα του και έπεσε κάτω, ρίχνοντας κάτω και τη χανούμισσα, που ήταν τυλιγμένη με τους φερετζέδες της.
Ο Τούρκος οργισμένος, γιατί φάνηκαν τα πόδια της χανούμισσας του, πήρε το όπλο και σημάδεψε το φτωχό παπά. Τον παπά τον γλίτωσε η χανούμισσα που με τα παρακάλια της έπεισε τον οργισμένο Τούρκο να τον λυπηθεί.
Μετά το επεισόδιο ο Τούρκος άδειασε το όπλο του και το έδωσε στον παπά να το κουβαλεί.
Ο παπάς όμως χάιδευε το όπλο και σκεφτόταν από μέσα του να σκοτώσει τον Τούρκο και να τον τιμωρήσει, αφού ο Θεός δεν τον τιμωρούσε. Αποφασισμένος περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία.
Περπατώντας έφτασαν στο Μπογάζι και στο βάθος φάνηκε η θάλασσα. Από την μια πλευρά ήταν το βουνό και από την άλλη πλευρά, απότομη χαράδρα.
Μπροστά πήγαινε η χανούμισσα και από πίσω ο Τούρκος τραγουδώντας έναν αμανέ.
Μόλις είδε ο παπά- Μιχάλης ότι ο τόπος στένευε εκεί και προσφερόταν γι’ αυτό που σκεφτόταν να κάνει, παίρνει δύναμη και δίνει μια με το κοντάκι του όπλου στον Τούρκο, που κατατρακύλισε στην χαράδρα και χάθηκε. Ο παπάς τότε γύρισε στη χανούμισσα και της είπε να φύγει γιατί αυτή του γλίτωσε προηγουμένως την ζωή.
Αμέσως μετά ο παπάς πήρε τα ζώα και επέστρεψε στην Ορούντα.
Αφού είδε ότι δεν υπήρχε κανένας Τούρκος αστυνομικός στο σπίτι του, μπήκε μέσα διηγήθηκε στην παπαδιά το γεγονός, πήρε λίγο ψωμί και νερό και αφού της είπε που θα ήταν κρυμμένος έφυγε. Έμεινε κρυμμένος τρεις μέρες και όταν είδε ότι κανένας δεν τον ζήτησε, ξαναγύρισε στο σπίτι του.
Μετά πήγε στην Μητρόπολη και εξομολογήθηκε το αμάρτημα του στον Δεσπότη, ο οποίος του επέβαλε ένα ελαφρύ “κανόνα” για να συγχωρεθεί.
Από τότε, η φράση αυτή έμεινε και λέγεται και σήμερα σε αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις, όπου κάποιος αναγκάζεται να καταφύγει σε κάποια ενέργεια που δε θέλει να κάνει, αλλά εκ των πραγμάτων είναι αναγκασμένος να ενεργήσει έτσι.
Σημείωση: Η πιο πάνω ιστορία είναι αληθινή και τη ξέρουν και τη διηγούνται πολλοί γέροντες του χωριού. Εμείς πήραμε πληροφορίες από τον κ. Γιώργο Μαρτά. Χρησιμοποιήσαμε επίσης, ως πηγή πληροφοριών, τις σημειώσεις του αείμνηστου Ορουντιώτη δασκάλου κ. Μιχάλη Φοιτίδη.
Πηγή:
Κοινοτικό Συμβούλιο Ορούντας
Ο Φονόκρεμος
Ένα από τα πιο σημαντικά τοπωνύμια του χωριού μας, είναι η τοποθεσία «Φονόκρεμος», που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του χωριού.
Η παράδοση λέει πως στα παλιά χρόνια υπήρχε στην περιοχή μας μια πολύ όμορφη βασιλοπούλα, που έμενε στο παλάτι του πολιάτη. Η βασιλοπούλα ήταν ερωτευμένη με το γειτονικό βασιλόπουλο.
Ο βασιλιάς πατέρας της θα έδινε τη μοναχοκόρη του για γυναίκα, σε όποιον κατάφερνε να ποτίσει με το λιγοστό νερό του ποταμού Σερράχη, τα διψασμένα χώματα του μεγάλου κάμπου, που υπάρχει στην περιοχή και απλώνεται μέχρι τις όχθες του ποταμού.
Δύσκολος ο όρος, μα το ερωτευμένο βασιλόπουλο δέχθηκε για χάρη της καλής του.
Έβαλε αμέσως μαστόρους και κτίστες να αρχίσουν δουλειά. Άρχιζε το πρωτάκουστο και δύσκολο για την εποχή αρδευτικό έργο, η κατασκευή φράγματος, που δεν ήταν τυχερό να τελειώσει ποτέ. Αυτό μας το αποδεικνύουν δύο τεράστιες τρύπες που υπάρχουν σήμερα στην αριστερή απόκρημνη όχθη του Σερράχη. (Η περιοχή αυτή ονομάζεται Τρύπες.)
Το βασιλόπουλο επέβλεπε, το ίδιο προσωπικά, το δύσκολο αυτό έργο, γι’ αυτό καθημερινά πήγαινε στο παλάτι με τα κυνηγετικά σκυλιά και το άλογο του και έβλεπε την καλή του και μετά επέστρεφε στον τόπο εργασίας.
Μια μέρα όμως, καθώς έφευγε από το παλάτι, τα κυνηγετικά σκυλιά του ξετρύπωσαν ένα λαγό. Άρχισε τότε, στον απέραντο και ολόισο κάμπο ένα ξέφρενο κυνηγητό. Μπροστά ο λαγός, που ο φόβος των σκυλιών του έβαλε φτερά στα πόδια, λίγο πιο πίσω τα σκυλιά και από κοντά το άλογο με το βασιλόπουλο.
Έτσι τρέχοντας έφτασαν στην άκρη του κάμπου.
Μα ξαφνικά μπροστά στο λαγό παρουσιάστηκε ένας γκρεμός. Για αυτόν όμως δεν υπήρχε άλλη εκλογή. Μπροστά ο γκρεμός λίγο πιο πίσω τα σκυλιά. Το άτυχο βασιλόπουλο δεν πρόλαβε να σφίξει τα γκέμια του αλόγου και βρέθηκε και αυτό, με το άλογο του, στον γκρεμό και τσακίστηκε.
Το αρδευτικό έργο κόπηκε στη μέση και ο κάμπος παραμένει ακόμη ξερός και διψασμένος.
Κι ο γκρεμός φέρει από τότε ανεξίτηλα το στίγμα του φονιά «Φονόκρεμος» μιας και έγινε η αιτία να χαθεί το όμορφο βασιλόπουλο.
Πηγή:
Κοινοτικό Συμβούλιο Ορούντας
Σταυρός του Κούντη
Ο Σταυρός του Κούντη είναι μια βραχώδεις περιοχή, ανάμεσα στην Ορούντα και στο χωριό Κάτω Μονή.
Για την ονομασία της περιοχής υπάρχουν τρεις παραδόσεις που σχετίζονται μεταξύ τους.
Η πρώτη παράδοση λέει πως στα παλιά χρονιά, δυο φτωχοί κάτοικοι της Ορούντας βρήκαν σε ένα κτήμα ένα θησαυρό με χρυσά νομίσματα. Ανάμεσα στα χρυσά νομίσματα βρισκόταν και ένας χρυσός σταυρός μεγάλης αξίας, που έλαμπε. Οι δύο χωρικοί αποφάσισαν να κρατήσουν για τον εαυτό τους το θησαυρό και κράτησαν μυστική την ανακάλυψη του.
Αφού μοίρασαν τα νομίσματα, αποφάσισαν να πουλήσουν το σταυρό και να μοιράσουν και αυτά τα χρήματα. Πούλησαν λοιπόν το σταυρό σε κάποιο Σάββα του Καμπανελλάρη, στη Λευκωσία.
Με τον καιρό όμως το μυστικό των δύο χωρικών μαθεύτηκε και γρήγορα το έμαθαν οι Τούρκοι, οι οποίοι βασάνισαν τους δύο χωριανούς μέχρι που πήραν στα χέρια τους το θησαυρό.
Ήθελαν όμως και το σταυρό, γι’ αυτό και πήγαν στην Λευκωσία για να τον πάρουν από τον Σάββα. Ο έμπορος για να γλιτώσει τους έδωσε ένα ψεύτικο μπρούντζινο σταυρό γιατί τον πραγματικό τον πούλησε στην Κωνσταντινούπολη εξασφαλίζοντας πολλά λεφτά.
Η δεύτερη παράδοση λέει πως στην περιοχή αυτή ήταν θαμμένος ένας Κόντης. (Κόντηδες ονόμαζαν στα παλιά χρόνια τους πλούσιους γαιοκτήμονες). Στο σημείο που ήταν θαμμένος ο Κόντης, υπήρχε χαραγμένος σ’ ένα βράχο ένας σταυρός.
Η Τρίτη παράδοση λέει πως στην περιοχή υπήρχε ένας Κόντης , που είχε μια χρυσή άμαξα. Η άμαξα αυτή πάνω της είχε ένα χρυσό σταυρό. Κάποτε όμως η άμαξα και ο σταυρός χάθηκαν σ’ εκείνη την περιοχή και από τότε ονομάστηκε «Σταυρός του Κούντη». Μέχρι σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που γυρεύουν το σταυρό και την άμαξα, γιατί πιστεύουν ότι βρίσκεται κάπου εκεί θαμμένος. Τόση μεγάλη είναι η αξία του θησαυρού, που πολλοί πιστεύουν ότι όταν βρεθεί, ολόκληρη η Κύπρος θα ζήσει για 7 χρόνια χωρίς να χρειάζεται να δουλέψει κανένας.
Πηγή:
Κοινοτικό Συμβούλιο Ορούντας
Ήθη και Έθιμα
Έθιμα των Χριστουγέννων
Οι προετοιμασίες για τις γιορτές των Χριστουγέννων αρχίζουν για τις νοικοκυρές του χωριού μέρες πριν. Αφού καθαρίσουν σχολαστικά τα σπίτια και ασβεστώσουν ή αλλιώς «ασπρογιάσουν» τους τοίχους, ακολούθως φτιάχνουν διάφορα εύγευστα εδέσματα , όπως Γεννόπιτα και Χριστόψωμα.
Επιπρόσθετα, η οικογένεια ετοιμάζει κάρτες με ευχές και τις αποστέλλει σε αγαπημένα πρόσωπα, φίλους και συγγενείς. Από τις ομορφότερες στιγμές της προετοιμασίας που συμμετέχει ολόκληρη η οικογένεια είναι το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Μετά το τέλος της λειτουργίας των Χριστουγέννων, οι κάτοικοι του χωριού ανταλλάσουν θερμές ευχές και το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, φίλοι και συγγενείς μαζεύονται για να γιορτάσουν απολαμβάνοντας πλούσιο φαγητό και κυρίως τη γεμιστή γαλοπούλα, το χριστουγεννιάτικο κέικ, τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα.
Έθιμα της Πρωτοχρονιάς
Ένα από τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς που δυστυχώς στις μέρες μας δεν είναι τόσο διαδεδομένο, είναι το σφάξιμο του γουρουνιού. Συγκεκριμένα, τα παλαιότερα κυρίως χρόνια, κάθε νοικοκυριό έσφαζε ένα χοίρο και με αυτό παρασκεύαζε διάφορα εδέσματα όπως «ζαλατίνα», λουκάνικα, «λούντζα». Αυτό που χαροποιούσε ιδιαίτερα τα παιδιά ήταν η «φούσκα» του χοίρου με την οποία έφτιαχναν μπάλες και έπαιζαν ποδόσφαιρο.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, κάθε νοικοκυρά ετοιμάζει τη βασιλόπιτα και βάζει μέσα ένα κέρμα. Το κόψιμο της βασιλόπιτας γίνεται αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου. Αυτός ο οποίος βρίσκει το κέρμα πιστεύεται πως θα ναι ο τυχερός της χρονιάς.
Τη νύχτα της παραμονής, η οικογένεια κάθεται δίπλα από το αναμμένο τζάκι και στη συνέχεια, ο καθένας ρίχνει ένα φύλλο ελιάς στη φωτιά και ρωτά τον Αϊ Βασίλη: «Αϊ Βασίλη βασιλιά δείξε και φανέρωσε αν μ’ αγαπά ………» και συμπληρώνει με το όνομα αυτού ή αυτής που επιθυμεί να μάθει αν τον/την αγαπά. Στη συνέχεια, όπως περιγράφεται στο βιβλίο «Ορούντα», «αν το φύλλο πεταχτεί, σημαίνει ότι αυτός για το οποίον ρωτούμε μας αγαπά. Αν δεν πεταχτεί δεν μας αγαπά»
Θεοφάνεια
Την ημέρα των Θεοφανείων ή των Φώτων, οι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία έχοντας μαζί τους μικρά δοχεία για να «βάλουν μέσα το ‘δρόσος’ (αγιασμό από την κολυβήθρα)», καθώς και από «μια λάμπα του πετρελαίου, για να φέρουν σπίτι τους το Άγιο Φως».
Τόσο το αγίασμα όσο και το Άγιο Φως το μεταφέρουν στα σπίτια τους γιατί να ευλογήσουν «τα σπίτια, τα υποστατικά, τα ζώα και τα δέντρα τους».
Επιπρόσθετα, τη μέρα των Φώτων, οι νοικυρές φτιάχνουν λουκουμάδες ή αλλιώς ξεροτήγανα, από τα οποία μερικά τα ρίχνουν στη στέγη για να φάνε καλικάτζαροι και να φύγουν από το χωριό. Καθώς ρίχνουν τα ξεροτήγανα λένε: «Τιτσίν τιτσίν λουκάνικο κομμάτι ξεροτήανο να φάμε τζιαι να φύουμεν».
Άλλο έθιμο που σώζεται μέχρι σήμερα είναι τα παιδιά να πηγαίνουν στον παππού ή στη γιαγιά και να ζητούν χαρτζιλίκι, γνωστό ως «πλούμισμα», λέγοντας: «Καλημέρα και τα Φώτα και την πουλιστρίνα πρώτα».
Απόκριες / Κυριακή της Τυροφάγου
Οι Απόκριες είναι μια από τις αγαπημένες γιορτές ιδιαίτερα των μικρών παιδιών. Πολλά ήθη και έθιμα αναβιώνουν τις μέρες των αποκριατικών εορτασμών, όπως το παραδοσιακό παιχνίδι με τις κούνιες, γνωστό ως «σούσες». Οι νεαρές κοπέλες μαζεύονταν σε ένα σπίτι και κρεμούσαν τις κούνιες. Ακολούθως, κάθονταν στις κούνιες και με χαρά τραγουδούσαν παραδοσιακά τραγούδια.
Οι νοικοκυρές της Ορούντας λίγες μέρες πριν την Κυριακή της Τυροφάγου αλλά και την ίδια ημέρα, ετοιμάζουν διάφορα παραδοσιακά ζυμαρικά με τυρί, όπως «ραβιόλες» και «πουρέκια». Τη νύχτα της Κυριακής φίλοι και συγγενείς μαζεύονται σε σπίτια και διασκεδάζουν όλοι μαζί. Πολλοί είναι αυτοί που τη νύχτα αυτή, μασκαρεμένοι πάνε από πόρτα σε πόρτα «για να δουν αν (θα) τους αναγνωρίσουν». Αυτή η συνήθεια προκαλεί το γέλιο όλων χωριανών.
Καθαρά Δευτέρα
Την Καθαρά Δευτέρα, παρέες πάνε στους αγρούς για να «κόψουν τη μούττη», όπως συνηθίζουν να λένε, τρώγοντας μόνο νηστίσιμα φαγητά. Η Καθαρά Δευτέρα σηματοδοτεί την αρχή των νηστειών που διαρκούν μέχρι την Κυριακή της Αναστάσεως. Επίσης, την Καθαρά Δευτέρα τα παιδιά έχουν τη συνήθεια να πετάνε χαρταετούς που πολλές φορές κατασκευάζουν μόνοι τους.
Έθιμα της Λαμπρής
Οι κάτοικοι της Ορούντας γιορτάζουν τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης, την Ανάσταση του Κυρίου.
Το Σάββατο του Λαζάρου, μια ομάδα παιδιών εκ των οποίων ένα παιδί «στολισμένο με αγριολούλουδα» που παριστάνει το Λάζαρο γυρνάνε τα σπίτια του χωριού ψάλλοντας «το τραγούδιν του Λαζάρου». Το κάθε νοικοκυριό προσφέρει στα παιδιά «αυγά, χρήματα και διάφορα κεραστικά». Αξίζει να σημειωθεί πως «στα πιο παλιά χρόνια, οι νοικοκυρές οδηγούσαν τα παιδιά στα κοτέτσια να πουν εκεί το Λάζαρο, γιατί υπήρχε η αντίληψη πως αν οι κότες άκουαν το τραγούδι θα γεννούσαν περισσότερα αυγά για να φτιάξουν φλαούνες και τα τσουρέκια».
Κατά τη λειτουργία της Κυριακής των Βαΐων, μόλις ο ιερέας διαβάσειτο Ευαγγέλιο, οι πιστοί πετάνε φύλλα ελιάς που συμβολίζουν την είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα.
Τη Μεγάλη Δευτέρα, όπως και τις μέρες πριν τα Χριστούγεννα, οι νοικοκυρές καθαρίζουν σχολαστικά τα σπίτια. Τη Μεγάλη Πέμπτη φτιάχνουν παραδοσιακά ψωμιά, κουλούρια, τσουρέκια και φλαούνες, και βάφουν τα αυγά «χρησιμοποιώντας φύλλα κρεμμυδιού και διάφορα αγριολούλουδα, όπως το ‘ριζάρι’ ή το ‘λιζάρι’».
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, οι κοπέλες στολίζουν τον Επιτάφιο με λουλούδια που νωρίτερα μαζεύουν από τις αυλές των σπιτιών. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, οι καμπάνες ηχούν πένθιμα, οι εικόνες στο εσωτερικό της εκκλησίας ντυμένες στα μαύρα και μερικές μαυροντυμένες κοπέλες παριστάνοντας τις μυροφόρες ραντίζουν τον Επιτάφιο.
Την επόμενη μέρα το πρωί, το Μεγάλο Σάββατο, καθώς o ιερέας του χωριού ψάλλει «Ανάστα ο Θεός», οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα, οι πιστοί κτυπούν τους σκάμνους και τα μαύρα υφάσματα πέφτουν από τις εικόνες. Το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου, οι χωριανοί αρχίζουν να μαζεύουν ξύλα και να τα μεταφέρουν στο προαύλιο της εκκλησίας. Τα ξύλα τοποθετούνται με τρόπο ώστε να σχηματίζεται μια πυραμίδα που στην κορυφή της μπαίνει ένα ομοίωμα του Ιούδα.
Και ενώ οι χωριανοί μαζεύουν ξύλα, οι νοικοκυρές της Ορούντας ετοιμάζουν ένα παραδοσιακό φαγητό, το παραγεμιστό «ένα είδος σούπας με κανέλα, αρτήματα και σκληρός κρέας», το οποίο για να ψηθεί ακολουθείται η εξής διαδικασία: «από το απόγευμα ανάβουν το φούρνο και βάζουν ξύλα μέχρι να πυρώσει (να ζεσταθεί καλά)………..Όταν πυρώσει καλά ο φούρνος βάζουν μέσα το παραγεμιστό.. Όταν μπει το φαΐ στο φούρνο τον ‘χυλώνουνε’, βάζουνε δηλαδή μπροστά από το στόμα του φούρνου ένα μαρμαράκι και πηλό για να μη βγαίνει έξω η ζέστη του φούρνου».
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, ο ήχος της καμπάνας καλεί τους πιστούς στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν την αναστάσιμη λειτουργία. Μόλις ο ιερέας και οι ψάλτες ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη», οι χωριανοί ανάβουν τις λαμπάδες τους και ανταλλάσουν ευχές. Στο μεταξύ, ανάβουν φωτιά και καίνε το ομοίωμα του Ιούδα.
Μόλις τελειώσει η αναστάσιμη λειτουργία, οι πιστοί πηγαίνουν στα σπίτια τους και «τσουγκρίζουν τα κόκκινα αυγά, τρώνε φλαούνα και διάφορα παραδοσιακά φαγητά.
Την Κυριακή του Πάσχα, οι χωριανοί γιορτάζουν την Ανάσταση του Κυρίου ψήνοντας αρνί, ενώ τη Δευτέρα και Τρίτη του Πάσχα μαζεύονται στο προαύλιο της εκκλησίας και παίζουν «παραδοσιακά παιχνίδια όπως λιγκρί, ζίζιρο». Αξίζει να γνωρίζει κανείς πως αυτές τις μέρες επισκέπτονται την Ορούντα πολλοί φίλοι και απόδημοι για να γιορτάσουν μαζί με τους χωριανούς και να συμμετέχουν στα παραδοσιακά παιχνίδια
Πηγή:
«Η Ορούντα», 1993
Τοπωνύμια
Τοπωνύμιο λέγεται η ονομασία που δίνουν οι κάτοικοι ενός χωριού σε κάποια τοποθεσία του χωριού τους. Αυτό τους βοηθά στη καλύτερη μεταξύ τους συνεννόηση.
Το όνομα που δίνουν σε κάποιο μέρος δεν είναι τυχαίο, αλλά συνδέεται με την θέση του τόπου, το έδαφος, τη βλάστηση, κάποια παράδοση ή θρύλο.
Στο χωριό μας υπάρχουν πολλά τοπωνύμια. Πιο κάτω παραθέτουμε τα πιο σημαντικά.
Αλλουπότρυπες: Η περιοχή αυτή ονομάστηκε έτσι γιατί υπάρχουν πολλές αλλουπότρυπες. Βρίσκεται στα ανατολικά του χωριού.
Λιθάρια: περιοχή βορειοδυτικά της Ορούντας. Ονομάστηκε έτσι γιατί υπάρχουν πολλές πέτρες (λιθάρια).
Ασιερκότης: Αυτή η περιοχή πήρε το όνομα της από τον δρόμο της Αχεράς, που βρίσκεται στην περιοχή αυτή. Βρίσκεται στα ανατολικά της Ορούντας.
Αροδαφνιά: Αυτή η περιοχή πήρε το όνομα της από τις πολλές αροδάφνες που υπάρχουν στην περιοχή.
Κοκκινόπετρα: Βρίσκεται στα ανατολικά του χωριού. Πήρε το όνομα της από μια μεγάλη πέτρα που βρίσκεται στη μέση της περιοχής αυτής.
Κακόπλευρη: Η τοποθεσία αυτή ονομάστηκε έτσι γιατί είναι απότομη και άγρια (κακότοπος). Βρίσκεται στα ανατολικά του χωριού μας.
Βούναρος: Αυτή η περιοχή βρίσκεται στα ανατολικά του χωριού και ονομάστηκε έτσι από τα πολλά βουναλάκια, τα λεγόμενα τουμπάλια, που βρίσκονται στην περιοχή αυτή.
Γλυκιά νερά: Αυτή η τοποθεσία πήρε το όνομα της από τα πολλά γλυκά νερά που υπάρχουν εκεί.
Μαυροχώματα: Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του χωριού. Πήρε το όνομα της από τα μαύρα χώματα που υπάρχουν εκεί, τα οποία χρησιμοποιούνται για την κατασκευή μπογιών.
Φτανά: Βρίσκεται στα βόρεια του χωριού και πήρε το όνομα της από τα φτανά και αδύνατα χώματα που υπάρχουν εκεί.
Αλμυρός: Στην περιοχή αυτή βρίσκεται ένα ρυάκι που πηγάζει από τον Άγιο Πιφάνη και ενώνεται με άλλα ρυάκια, που πηγάζει από το Μιτσερό και την Κάτω Μονή. Τα νερά του ρυακιού αυτού έχουν αλμυρή γεύση. Η περιοχή βρίσκεται στα ανατολικά του χωριού μας.
Κατσούρα: Περιοχή νοτιοδυτικά του χωριού μας. Πήρε το όνομα της από την πολλή ζέστη που κάνει το καλοκαίρι, επειδή βρίσκεται μακριά από το χωριό και κατσουρίζεται (ψήνεται) κάποιος μέχρι να πάει εκεί από τον ήλιο.
Βρύση του Μουλλαλή: Η τοποθεσία αυτή ονομάστηκε, έτσι γιατί εδώ υπήρχε πόσιμο νερό που άνηκε σε κάποιο Τούρκο, που τον έλεγαν Μουλλαλή.
Γυρός: Περιοχή στα βόρεια του χωριού μας. Ονομάστηκε έτσι, γιατί γύρω-γύρω υπάρχει ένα αυλάκι που περικυκλώνει την περιοχή αυτή.
Πολιάτης: Είναι μια περιοχή δυτικά του χωριού μας. Η ονομασία της προήλθε από τη λέξη «παλάτι». Πιστεύεται ότι στη περιοχή υπήρχε χτισμένο παλάτι που ανήκε σε κάποια βασίλισσα με το όνομα Κατίνα. Σίγουρο πάντως είναι ότι στην περιοχή αυτή υπήρχε αρχαίος συνοικισμός. Αυτό μαρτυρούν τα ερείπια που υπάρχουν εκεί.
Κάμπος: Μεγάλη πεδινή έκταση (κάμπος) δυτικά του χωριού μας. Θεωρείται η καλύτερη και η πιο εύφορη περιοχή της Ορούντας. Εκεί φυτεύονται κυρίως δημητριακά και πατάτες.
Πηγή:
Κοινοτικό Συμβούλιο Ορούντας
Κοινοτικό Ιατρείο